κονιβατία

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιβᾰτία Medium diacritics: κονιβατία Low diacritics: κονιβατία Capitals: ΚΟΝΙΒΑΤΙΑ
Transliteration A: konibatía Transliteration B: konibatia Transliteration C: konivatia Beta Code: konibati/a

English (LSJ)

ἡ, (βαίνω) A dusty walk, Hp.Vict.3.68 (prob.l. for σχοινοβατίῃσι).

German (Pape)

[Seite 1481] ἡ, das Gehen im Staube oder Sande, Hippocr., v. l. σχοινοβατία, vgl. Lob. zu Phryn. 521.

Greek (Liddell-Scott)

κονιβᾰτία: ἡ, (βαίνω) τὸ πορεύεσθαι ἐντὸς κόνεως, Ἱππ. 366. 55 (πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ σχοινοβατίῃσι, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521).

Greek Monolingual

κονιβατία, ἡ (Α)
το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -βατία (< -βατος ή -βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτο-βατία, χορο-βατία.