κόλυθρον

From LSJ
Revision as of 13:27, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλυθρον Medium diacritics: κόλυθρον Low diacritics: κόλυθρον Capitals: ΚΟΛΥΘΡΟΝ
Transliteration A: kólythron Transliteration B: kolythron Transliteration C: kolythron Beta Code: ko/luqron

English (LSJ)

or κόλπ-τρον, τό, A ripe fig, Philem.Gloss. ap. Ath.3.76f.

German (Pape)

[Seite 1476] τό, auch κόλυτρον, eine reife Feige; Ath. III, 76 f; Suid. sagt εἶδος φυτοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

κόλυθρον: ἢ -τρον, τό, ὥριμον σῦκον, Ἀθήν. 76F.

Greek Monolingual

κόλυθρον και κόλυτρον, τὸ (Α)
το ώριμο σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω της διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα -θρον (-τρον), πρβλ. μέλα-θρον, άρο-τρον. Ο τ. κόλυθρον εξάλλου είτε αποτελεί εσφ. γρφ. του τ. σκόλυθρον είτε προέρχεται απ' αυτόν με σίγηση του αρκτικού σ-].