λαχανισμός

From LSJ
Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰχᾰνισμός Medium diacritics: λαχανισμός Low diacritics: λαχανισμός Capitals: ΛΑΧΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: lachanismós Transliteration B: lachanismos Transliteration C: lachanismos Beta Code: laxanismo/s

English (LSJ)

ὁ, A cutting or gathering of vegetables, ἐπὶ -ισμὸν ἐξελθεῖν Th.3.111, cf. PTeb.117.73 (i B.C.). II being at grass, of horses, Hippiatr.129.

German (Pape)

[Seite 20] ὁ, das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter, καὶ συλλογὴ φρυγάνων vrbdt Thuc. 3, 111.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνισμός: ὁ, τὸ κόπτειν ἢ συλλέγειν λάχανα, ἐπὶ λαχανισμὸν ἐξελθεῖν Θουκ. 3. 111.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de cueillir ou de récolter des légumes.
Étymologie: λάχανον.

Greek Monolingual

λαχανισμός, ὁ (Α) λαχανίζω
1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.)
2. (για ίππο) η βρώση χόρτων.

Greek Monotonic

λᾰχᾰνισμός: ὁ, κοπή ή συλλογή λαχάνων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰχᾰνισμός: ὁ сбор овощей (ἐπὶ λαχανισμὸν ἐξελθεῖν Thuc.).

Middle Liddell

λᾰχᾰνισμός, οῦ, ὁ,
a gathering of vegetables, Thuc. [from λάχᾰνον]