λιγύπνοιος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ον, A shrill-blowing, whistling, ἄνεμοι h.Ap.28.
German (Pape)
[Seite 43] = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύπνοιος: -ον, (πνοὴ) = τῷ προηγ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28.
Greek Monolingual
λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δί-πνοιος / θεό-πνους].
Greek Monotonic
λῐγύπνοιος: -ον (πνοιή), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
λῐγύπνοιος: HH = λιγυπνείων.
Middle Liddell
λῐγύ-πνοιος, ον πνοιή = λῐγυπνείων, Hhymn.]