λινόπτης

From LSJ
Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπτης Medium diacritics: λινόπτης Low diacritics: λινόπτης Capitals: ΛΙΝΟΠΤΗΣ
Transliteration A: linóptēs Transliteration B: linoptēs Transliteration C: linoptis Beta Code: lino/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄψομαι) A one who watches nets to see whether anything is caught, Arist. ap. Sch.Ar.Pax 1178, Poll.5.17, Hsch.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, eigtl. der am Netze Acht giebt, ob sich Etwas darin fängt, u. übh. der auf Etwas aufpaßt, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπτης: -ου, ὁ, (ὄψομαι) ὁ παραφυλάττων τὰ δίκτυα ὅπως ἴδῃ ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178, Πολυδ. Εʹ, 17, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a l’œil sur la ligne ou sur le filet.
Étymologie: λίνον, ὄψομαι.

Greek Monolingual

λινόπτης, ὁ (Α)
αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -όπτης (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. επ-όπτης, υπερ-όπτης].

Greek Monotonic

λῐνόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν κάτι πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπτης: ου adj. m внимательно следящий за неводом, высматривающий Arst.

Middle Liddell

λῐν-όπτης, ου, ὁ, ὄψομαι, fut. of ὁράω
one who watches nets to see whether anything is caught, Arist.