λυκόσπαστος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον, = foreg. 1, Hsch. A s.v. λελυκωμένα.
Greek Monolingual
λυκόσπαστος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς, κατασπαραγμένος από λύκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά-σπαστος, νευρό-σπαστος].