λιμνασία
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, A marshy ground, Arist. Pr.938a7.
German (Pape)
[Seite 48] ἡ, das Austreten u. Stehenbleiben des Meer- od. Flußwassers, Versumpfen, Arist. probl. 25, 2.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνᾰσία: ἡ, ἡ στασιμότης τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.
Greek Monolingual
λιμνασία, ἡ (Α) λιμνάζω
η στασιμότητα του νερού, το λίμνασμα ή το πλημμυρισμένο έδαφος.
Russian (Dvoretsky)
λιμνασία: ἡ стоячая вода Arst.