μείδημα

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείδημα Medium diacritics: μείδημα Low diacritics: μείδημα Capitals: ΜΕΙΔΗΜΑ
Transliteration A: meídēma Transliteration B: meidēma Transliteration C: meidima Beta Code: mei/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, A smile, Hes.Th.205 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Greek Monolingual

μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.

Greek Monotonic

μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μείδημα: ατος τό улыбка Hes., Anth.

Middle Liddell

μείδημα, ατος, τό, [from μειδάω
a smile, smiling, Hes.