μελάγκαρπος

Revision as of 14:56, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. μελάγκουρος.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzer Frucht, Ἀσάφεια, Empedocl. 14.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκαρπος: -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. ἀσάφεια Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, ὅθεν ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits noirs.
Étymologie: μέλας, καρπός.

Greek Monolingual

μελάγκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρπός (πρβλ. πολύ-καρπος)].

Russian (Dvoretsky)

μελάγκαρπος: приносящий черные плоды (ἀσάφεια Emped. ap. Plut.).