μεθήμων
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (μεθίημι) A remiss, careless, Il.2.241, Od.6.25, Anacreont.56.17.
German (Pape)
[Seite 112] ον, nachlässig, fahrlässig, Il. 2, 241 Od. 6, 25 u. sp. D., λύρης, Anacr. 58, 17.
Greek (Liddell-Scott)
μεθήμων: -ον, γεν. ονος, (μεθίημι) ἄφροντις, ἀμελής, ἀμέριμνος, Ἰλ. Β. 241, Ὀδ. Ζ. 25, ἐπὶ ἀνθρώπων· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 61. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθήμων· προδότης. ἀμελής».
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
négligent, nonchalant.
Étymologie: μεθίημι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μεθήμων, -ον (Α)
(για πρόσωπα) αμελής, νωθρός, αμέριμνος, αδιάφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθήμων < μεθ-ίημι (πρβλ. συν-ήμων)].
Greek Monotonic
μεθήμων: (μεθίημι), -ον, γεν. -ονος, παραμελημένος, απρόσεκτος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
μεθήμων: 2, gen. ονος беззаботный, небрежный, нерадивый (Hom.; τινός Anacr.).