μελαντραγής

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαντρᾰγής Medium diacritics: μελαντραγής Low diacritics: μελαντραγής Capitals: ΜΕΛΑΝΤΡΑΓΗΣ
Transliteration A: melantragḗs Transliteration B: melantragēs Transliteration C: melantragis Beta Code: melantragh/s

English (LSJ)

ές, A black when eaten, σῦκον AP 6.299 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 120] ές, schwarz zum Essen, σῦκον, Phani. 5 (VI, 299).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
noir et bon à manger (figue).
Étymologie: μέλας, τραγεῖν.

Greek Monolingual

μελαντραγής, -ές (Α)
(για σύκο) αυτό που τρώγεται όταν είναι μαύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + τραγής (< τρώγω)].

Greek Monotonic

μελαντραγής: -ές, αυτός που είναι μαύρος όταν είναι κατάλληλος να φαγωθεί (λέγεται για τα σύκα), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελαντρᾰγής: почерневший (т. е. годный) для еды (σῦκον Anth.).

Middle Liddell

μελαν-τρᾰγής, ές
black when eaten, Anth.