μεταστοιχεί
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
or μετα-ί, Adv. A all in a row, στὰν δὲ μ., of chariots ready to start in a race, Il.23.358; of runners, ib.757.
German (Pape)
[Seite 154] v. l. für μεταστοιχί.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. μεταστοιχί.
Greek Monolingual
μεταστοιχεί και μεταστοιχί (Α)
επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ. τρι-στοιχεί].
Greek Monotonic
μεταστοιχεί: ή -ί (στοῖχος), επίρρ., όλοι σε στοίχιση, σε πλήρη στοίχιση, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
στοῖχος
adv. all in a row, Il.