μηδαμινός
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
ή, όν, A good for nothing, Hsch.s.v. οὐθένεια.
German (Pape)
[Seite 169] nichtig, nichtswürdig, wie οὐτιδανός, οὐδαμινός gebildet, Hesych. erkl. ἄτιμος.
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμινός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, μηδενὸς ἄξιος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 6. 529, Ἠσυχ. ἐν λ. οὐθένεια· πρβλ. οὐδαμινός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ μηδαμινός, -ή, -όν)
ανάξιος λόγου, ευτελής, ποταπός, τιποτένιος («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμού + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτ-ινός].