ναυτοδίκαι
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
[ῐ], οἱ, at Athens, A judges of the admiralty-court, IG12.41.4, Lys.17.5, Luc.DMeretr.2.2: they also took cognizance of γραφαὶ ξενίας, Cratin.233, cf. Ar.Fr.225.
German (Pape)
[Seite 233] οἱ, in Athen die Richter über Processe, die das Seewesen, die Schifffahrt betreffen, eine Art Seehandlungsgericht, vor welchem auch die Klagen gegen unächte Bürger, ξενίας γραφαί, verhandelt wurden, Lys. 17, 5, VLL.; vgl. bes. Harpocr. u. Herm. Staatsalterth. §. 146, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ναυτοδίκαι: [ῐ], οἱ, ἐν Ἀθήναις, δικασταὶ δικάζοντες ναυτικὰς δίκας, ἐκλεγόμενοι κατὰ τὸν μῆνα Γαμηλιῶνα καὶ συνεδριάζοντες πιθανῶς κατὰ τοὺς ἕξ χειμερινοὺς μῆνας, ὁπότε ἡ ναυτιλία διεκόπτετο, Λυσ. 148 35 κἑξ., Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 73c. Β· πρβλ. Böckh. P. E. 1. 69· ― οἱ αὐτοὶ ἐδίκαζον καὶ ἀγωγὰς κατὰ ἀνθρώπων ψευδῶς ἰσχυριζομένων ὅτι εἰσὶ πολῖται, αἱ δὲ τοιαῦται ἀγωγαὶ ἐκαλοῦντο γραφαὶ ξενίας, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 16· καὶ ἴδε Att. Process σ. 83.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
juges des tribunaux maritimes, à Athènes.
Étymologie: ναύτης, δίκη.
Russian (Dvoretsky)
ναυτοδίκαι: (ῐ) οἱ навтодики (особый судебный орган в Афинах, разбиравший иски, связанные с морской торговлей и заседавший только в зимние месяцы, когда судоходство прекращалось) Lys.