νεόχμωσις

From LSJ
Revision as of 16:07, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόχμωσις Medium diacritics: νεόχμωσις Low diacritics: νεόχμωσις Capitals: ΝΕΟΧΜΩΣΙΣ
Transliteration A: neóchmōsis Transliteration B: neochmōsis Transliteration C: neochmosis Beta Code: neo/xmwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A innovation, Hsch.: in pl., strange phenomena, Arist.Mu.397a20. 2 renovation, δυνάμιος Aret.CA2.3; renewal, ἐπιπλασμάτων ib.1.10.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, Erneuerung, Herstellung, Arist. de mund. 5, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεόχμωσις: ἡ, νεωτερισμός, Ἡσύχ.· ἐν τῷ πληθ., παράδοξοι νεοχμώσεις, παράδοξα φαινόμενα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 10. 2) ἀνανέωσις, δυνάμιος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

νεόχμωσις, ἡ (Α) [[[νεοχμώ]] (II)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεοχμώ, μεταρρυθμιστική τάση, νεωτεριστική ενέργεια
2. οτιδήποτε εμφανίζεται πρόσφατα, η αλλαγή, η μεταρρύθμιση
3. ανανέωση.

Russian (Dvoretsky)

νεόχμωσις: εως ἡ новость, (необычное) явление Arst.