πήχυιος
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
α, ον, A = πηχυαῖος, βόθρος A.R.3.1207 ; π. χρόνος 'but a span', Mimn.2.3 ; ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα projecting for the space of a cubit, A.R.1.379 (wrongly expld. as = τροπωτήρ by EM671.8).
German (Pape)
[Seite 612] auch πήχυος, = Vorigem; πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494.
Greek (Liddell-Scott)
πήχυιος: -α, -ον, = πηχυαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. χρόνος (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = τροπωτήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8.
Greek Monolingual
-υία, -ον, Α
1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.)
2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» — ελάχιστος χρόνος, Μίμν.)
3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον
σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα» — κουπιά που εξέχουν σε απόσταση ενός πήχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -ιος].