παλίμβουλος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
A f.l. for -βολος, Id.1.15, Sch.Th.3.37, Eust. 375.1.
German (Pape)
[Seite 448] den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ παλίμβουλος, -ον)
αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον
η παλιμβουλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βουλος (< βουλή)].