πισσάσφαλτος

From LSJ
Revision as of 20:24, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσάσφαλτος Medium diacritics: πισσάσφαλτος Low diacritics: πισσάσφαλτος Capitals: ΠΙΣΣΑΣΦΑΛΤΟΣ
Transliteration A: pissásphaltos Transliteration B: pissasphaltos Transliteration C: pissasfaltos Beta Code: pissa/sfaltos

English (LSJ)

Att. πιττ-, ἡ, A compound of asphalt and pitch, Dsc.1.73, Plin.HN24.41, etc.

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, Erdpech mit Theer gemischt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πισσάσφαλτος: ἡ, κρᾶμα πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α
νεοελλ.
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα
αρχ.
κράμα πίσσας και ασφάλτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος].