πιδακόεις

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδᾰκόεις Medium diacritics: πιδακόεις Low diacritics: πιδακόεις Capitals: ΠΙΔΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: pidakóeis Transliteration B: pidakoeis Transliteration C: pidakoeis Beta Code: pidako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A full of springs, Hegesin. ap. Paus.9.29.1 ; gushing, λιβάς E.Andr.116 (eleg.).

German (Pape)

[Seite 612] εσσα, εν, quellig, quellreich, λιβάς, Eur. Andr. 116.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδᾰκόεις: εσσα, εν, ἀναβρύων ὡς πῖδαξ, λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 116.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de source.
Étymologie: πῖδαξ.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. γεμάτος από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει πόδα πιδακόεντα», Ηγησίν.)
2. αυτός που αναβλύζει σαν πηγή («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

πῑδᾰκόεις: -εσσα, -εν (πῖδαξ), αυτός που εξορμά, αναβλύζει, που διοχετεύεται, ορμητικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πῑδᾰκόεις: όεσσα, όεν многоструйный, полноводный (λιβάς Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιδακόεις -όεσσα -όεν [πῖδαξ] rijk aan bronnen.

Middle Liddell

πῑδᾰκόεις, εσσα, εν πῖδαξ
gushing, Eur.