πλησιασμός
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ὁ, Dor. πλᾱτιασμός Dius ap.Stob.4.21.16:—A approach, φοβεροῦ Arist.Rh.1382a32, cf. A.D. Adv.161.21. 2 sexual intercourse, Arist.HA536a15, Poll.5.93.
German (Pape)
[Seite 635] ὁ, Annäherung, Nähe, φοβεροῦ, Arist. rhet. 2, 5; Umgang, bes. fleischlicher, D. L. 2, 100.
Greek (Liddell-Scott)
πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ μῖξις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Πολυδ. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
approche.
Étymologie: πλησιάζω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α πλησιάζω
1. η πράξη του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία.
Greek Monotonic
πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δίος παρά Στοβ.· πλησίασμα, προσέγγιση, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πλησιασμός: ὁ
1) приближение (τοῦ φοβεροῦ Arst.);
2) Arst. = πλησίασις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλησιασμός -οῦ, ὁ [πλησιάζω] het dichterbij komen, nadering.
Middle Liddell
πλησιασμός, οῦ, ὁ,
Dius in Stob.:— an approaching, approach, Arist.