πλουτογαθής

From LSJ
Revision as of 20:38, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτογᾱθής Medium diacritics: πλουτογαθής Low diacritics: πλουτογαθής Capitals: ΠΛΟΥΤΟΓΑΘΗΣ
Transliteration A: ploutogathḗs Transliteration B: ploutogathēs Transliteration C: ploutogathis Beta Code: ploutogaqh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -γηθής, (γηθέω) A delighting by or in riches, wealthy, μυχός A.Ch.801 (lyr., πλουταγαθῆ cod. M.).

German (Pape)

[Seite 638] ές, dor. statt πλουτογηθής, durch Reichthum erfreuend; μυχός, Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart πλουταγαθής, vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, (γηθέω) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, πλούσιος, Αἰσχύλ. Χο. 801.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l’opulence réjouit.
Étymologie: dor. pour *πλουτογηθής, de πλοῦτος et γηθέω.

Greek Monolingual

και πλουταγαθής, -ές, Α
1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη
2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -γᾱθής / -γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι-γαθής, πολυ-γαθής].

Greek Monotonic

πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. αντί -γηθής (γηθέω), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, πλούσιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πλουτογᾱθής: дор. = * πλουτογηθής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλουτογᾱθής -ές [πλοῦτος, γηθέω] Dor., van rijkdom bloeiend, rijk.

Middle Liddell

πλουτο-γᾱθής, ές γηθέω
rejoicing in riches, wealthy, Aesch.