πολυχαίτης

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχαίτης Medium diacritics: πολυχαίτης Low diacritics: πολυχαίτης Capitals: ΠΟΛΥΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: polychaítēs Transliteration B: polychaitēs Transliteration C: polychaitis Beta Code: poluxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A with much hair, Hdn.Epim.166.

German (Pape)

[Seite 676] ὁ, mit vielem Haare, Hdn. epimer. 166.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πολλὴν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 166.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι
ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες
2. φρ. «υπόθεση πολυχαίτη»
(παλαιοντ.) θεωρία που υποστηρίζει ότι τα κωνόδοντα αποτελούν τμήμα του μασητικού μηχανισμού τών πολυχαίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο-χαίτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polychaetes].