πρατήνιον
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
τό, Att. for ὕπερον, Hsch. II = πρητήν, Id.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. (αττ. τ.) το ὕπερον
2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιον
ἡλικία τις αἰγός» και του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήν
ὁ ἐνιαύσιος ἀμνός»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: des. of goats of a certain age (Ar. Byz., H., Phot.).
Other forms: Also προ-, and πρητήν, ἐπιπρητήν -ῆνος m.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown; after Solmsen Wortforsch. 140 f. Anatolian. Diff. Specht Ursprung 15 f.: to Dor. πρᾶτος primus, to which supposedly Ion. *πρῆτος ( ? ), and the pron. ἔνη (s. v.); not convincing. Untenable on πρα-, προ- Prellwitz Glotta 19, 101.
Frisk Etymology German
πρατήνιον: {pratḗnion}
Forms: (προ-), auch πρητήν, ἐπιπρητήν -ῆνος m.
Grammar: n.
Meaning: Ben. von Ziegen bestimmten Alters (Ar. Byz., H., Phot.).
Etymology : Dunkel; nach Solmsen Wortforsch. 140 f. kleinasiatisch. Anders Specht Ursprung 15 f.: zu dor. πρᾶτος primus, wozu angebl. ion. *πρῆτος ( ? ), und dem Pron. ἔνη (s. d.); nicht überzeugend. Unhaltbar über πρα-, προ- Prellwitz Glotta 19, 101.
Page 2,591