προπαιδεύω

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπαιδεύω Medium diacritics: προπαιδεύω Low diacritics: προπαιδεύω Capitals: ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: propaideúō Transliteration B: propaideuō Transliteration C: propaideyo Beta Code: propaideu/w

English (LSJ)

A teach beforehand, in Pass., Pl.R.536d; πρὸς πάσας… τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Arist.Pol.1337a19; ὑπό τινων S.E. M.6.29.

German (Pape)

[Seite 738] vorher unterrichten, τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, Plat. Rep. VII, 536 d.

Greek (Liddell-Scott)

προπαιδεύω: διδάσκω πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε προπαιδεία), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.

French (Bailly abrégé)

enseigner auparavant, acc..
Étymologie: πρό, παιδεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
εκπαιδεύω προκαταρκτικά, προετοιμάζω κάποιον για ανώτερες γνώσεις ή σπουδές
μσν.-αρχ.
δίνω προκαταρκτικές οδηγίες.

Greek Monotonic

προπαιδεύω: μέλ. -σω, διδάσκω εκ των προτέρων — Παθ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προπαιδεύω: предварительно обучать, подготовлять (προπαιδεύεσθαι πρὸς τὰς τῶν τεχνῶν ἐργασίας Arst.): (ἡ προπαιδεία), ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι Plat. подготовительное обучение, которое нужно пройти до диалектики.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-παιδεύω tevoren onderwijzen.

Middle Liddell

fut. σω
to teach beforehand:—Pass., Plat.