προσάνειμι

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάνειμι Medium diacritics: προσάνειμι Low diacritics: προσάνειμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: prosáneimi Transliteration B: prosaneimi Transliteration C: prosaneimi Beta Code: prosa/neimi

English (LSJ)

(εἶμι A ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.

German (Pape)

[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.

Greek (Liddell-Scott)

προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.

French (Bailly abrégé)

monter jusqu’à.
Étymologie: πρός, ἄνειμι².

Greek Monolingual

Α
1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ
2. φρ. «προσανιοῡσα πόλις» — πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»].

Greek Monotonic

προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), ανέρχομαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσάνειμι: εἶμι восходить, подниматься: τὸ μὲν ἄρτι ἀναβεβήχει, τὸ δ᾽ ἔτι προσανῄει Thuc. часть (афинских войск) уже поднялась, другая только еще поднималась.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-άνειμι omhoog gaan:. τὸ δ ’ ἔτι προσανῄει het andere deel (van het leger) was nog bezig naar boven te klimmen Thuc. 7.44.3.