πυώδης

From LSJ
Revision as of 22:49, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠώδης Medium diacritics: πυώδης Low diacritics: πυώδης Capitals: ΠΥΩΔΗΣ
Transliteration A: pyṓdēs Transliteration B: pyōdēs Transliteration C: pyodis Beta Code: puw/dhs

English (LSJ)

ες, (πύον) A like pus, πτύελον, οὖρον, Hp.Prog.18,19; οὐρήσιες v.l. (ap.Gal.16.754) for ἀφρώδεες in Prorrh.1.113; θρόμβοι Aret. SD2.3, cf. Hippiatr.6,al.: metaph., M.Ant.3.8.

German (Pape)

[Seite 826] ες, eiterartig, eiternd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πυώδης: -ες, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, πτύαλον, οὔρησις Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
purulent.
Étymologie: πῦον, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΝΜΑ πύον
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυώδης -ες [πύον] pusachtig.