πώλειος

From LSJ
Revision as of 22:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλειος Medium diacritics: πώλειος Low diacritics: πώλειος Capitals: ΠΩΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pṓleios Transliteration B: pōleios Transliteration C: poleios Beta Code: pw/leios

English (LSJ)

α, ον, A of a foal, χαίτη Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πώλειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πῶλον, πωλεία χαίτη Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de poulain.
Étymologie: πῶλος.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Μ πῶλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώλο, στο πουλάρι.

Greek Monotonic

πώλειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό άλογο, χαίτη, σε Σουΐδ.

Middle Liddell

πώλειος, η, ον
of a foal, χαίτη Suid.