σιδηρόχαλκος

From LSJ
Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόχαλκος Medium diacritics: σιδηρόχαλκος Low diacritics: σιδηρόχαλκος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: sidēróchalkos Transliteration B: sidērochalkos Transliteration C: sidirochalkos Beta Code: sidhro/xalkos

English (LSJ)

ον, A of iron and copper, τομή Luc. Ocyp.96, cf. Zos.Alch.p.214B.

German (Pape)

[Seite 880] von Eisen und Kupfer, τομή, Luc. Ocyp. 96.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόχαλκος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, τομή Λουκ. Ὠκύπ. 90.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de fer et de cuivre.
Étymologie: σίδηρος, χαλκός.

Greek Monolingual

ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κράμα από σίδηρο και χαλκό
αρχ.
αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκός.

Greek Monotonic

σῑδηρόχαλκος: -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, τομή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόχαλκος: сделанный из железа и меди (τομή Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόχαλκος -ον [σίδηρος, χάλκος] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96.

Middle Liddell

σῐδηρό-χαλκος, ον,
of iron and copper, τομή Luc.