σιδηρόσπαρτος

From LSJ
Revision as of 09:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόσπαρτος Medium diacritics: σιδηρόσπαρτος Low diacritics: σιδηρόσπαρτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: sidēróspartos Transliteration B: sidērospartos Transliteration C: sidirospartos Beta Code: sidhro/spartos

English (LSJ)

ον, A sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.

German (Pape)

[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
engendré par le fer.
Étymologie: σίδηρος, σπαρτός.

Greek Monolingual

-ον, Α
σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῑν πόνον;», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό-σπαρτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόσπαρτος: -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόσπαρτος: причиненный железом (ножом) (πόνος Luc.).

Middle Liddell

σῐδηρό-σπαρτος, ον,
sown or produced by iron, Luc.