σίκυς

From LSJ
Revision as of 09:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκυς Medium diacritics: σίκυς Low diacritics: σίκυς Capitals: ΣΙΚΥΣ
Transliteration A: síkys Transliteration B: sikys Transliteration C: sikys Beta Code: si/kus

English (LSJ)

v. foreg. II σικύς· ὁ γναφεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 881] ὁ, = Vorigem; Alcaeus bei Ath. III, 75 e; Diosc.

Greek Monolingual

-υος, η και ο, ΝΑ
νεοελλ.
η καρπουζιά
αρχ.
1. το αγγούρι, ο σίκυος
2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σικύα (πρβλ. και σίκυος, βλ. λ. σικύα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίκυς -υος, ὁ zie σίκυος.