στερεοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 09:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεοκάρδιος Medium diacritics: στερεοκάρδιος Low diacritics: στερεοκάρδιος Capitals: ΣΤΕΡΕΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: stereokárdios Transliteration B: stereokardios Transliteration C: stereokardios Beta Code: stereoka/rdios

English (LSJ)

ον, A hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 936] hartherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄ , 4, διάφορ. γραφ.).

Greek Monolingual

και στερροκάρδιος, -ον, Α
σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -κάρδιος (< καρδία)].