συγγυμναστής
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A companion in bodily exercises, Pl.Sph.218b, Lg.830b, Charito 8.6, etc.; ἐν παλαίσματι X.Lac.9.4.
German (Pape)
[Seite 963] ὁ, der sich mit Uebende, der Mitturner; Plat. Soph. 218 b, καὶ ἡλικιώτης; vgl. Polit. 257 c; Xen. Lac. 9, 4; Sp., wie Charit. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
συγγυμναστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος ἐν σωματικαῖς ἀσκήσεσι, Πλάτ. Σοφιστ. 218Β, Νόμ. 830Β, κτλ.· ἐν παλαίσματι Ξεν. Λακ. 9. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compagnon d’exercice.
Étymologie: συγγυμνάζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγγυμνάζω
σύντροφος σε σωματικές ασκήσεις («τὸν Σωκράτους μὲν ὁμώνυμον, ἐμὸν δὲ ἡλικιώτην καὶ συγγυμναστήν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
συγγυμναστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος στις σωματικές ασκήσεις, σε Πλάτ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγυμναστής -οῦ, ὁ [συγγυμνάζω] sportmaatje, trainingspartner
Russian (Dvoretsky)
συγγυμναστής: οῦ ὀ товарищ по гимнастическим упражнениям Xen., Plat.
Middle Liddell
συγγυμναστής, οῦ, ὁ, [from συγγυμνάζω
a companion in bodily exercises, Plat., Xen.