συγγέωργος
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
ὁ, A fellow-labourer, Ar.Pl.223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης, γεωργός, Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui travaille à la terre avec un autre.
Étymologie: σύν, γεωργός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.
Greek Monotonic
συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης στις γεωργικές εργασίες, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-γέωργος -ου, ὁ mede-landwerker, mede-boer
Russian (Dvoretsky)
συγγέωργος: или συγ-γεωργός ὁ товарищ-земледелец, товарищ по совместному возделыванию земли Arph.
Middle Liddell
συγ-γέωργος, ὁ,
a fellow-labourer, Ar.