Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπαρεδρεύω

From LSJ
Revision as of 10:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρεδρεύω Medium diacritics: συμπαρεδρεύω Low diacritics: συμπαρεδρεύω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: symparedreúō Transliteration B: symparedreuō Transliteration C: symparedreyo Beta Code: sumparedreu/w

English (LSJ)

A sit beside, τοῖς ἀθανάτοις Sch.Luc.DMort.1.1. 2 of planets, to be situated together, τῷ δεσπόζοντι τῶν Χρόνων Nech. ap. Vett.Val.291.20.

German (Pape)

[Seite 985] mit od. zugleich Beisitzer sein, dabei sitzen, Luc. Navig. 31, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρεδρεύω: παρακάθημαι ὁμοῦ, τοῖς ἀθανάτοις Σχόλ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1, 1, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετάφρ. 2, 485, κλπ.

Greek Monolingual

Α συμπάρεδρος
1. κάθομαι δίπλα σε κάποιον
2. (για πλανήτη) βρίσκομαι στην ίδια θέση με άλλον
3. σχετίζομαι με κάτι, ανήκω ή αφορώ σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρεδρεύω: сидеть вместе или рядом (Luc. - v. l. συμπάρειμι I).