συναφής

From LSJ
Revision as of 10:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰφής Medium diacritics: συναφής Low diacritics: συναφής Capitals: ΣΥΝΑΦΗΣ
Transliteration A: synaphḗs Transliteration B: synaphēs Transliteration C: synafis Beta Code: sunafh/s

English (LSJ)

ές, A united, connected, Arist.PA667a7; κόλποι σ. ἀλλήλοις Id.Mu.393a21; ὑμὴν σ. αὑτῷ καὶ ἀστόμωτος Sor.1.57; τὸ ἄλειφα, ἅτε σ. ἐόν cohering, Hp.Morb.4.49; τὰ σ. connected matters, Phld.Oec. p.32 J.; but τὰ ξυναφέα the adjoining parts, Aret.SD1.7; ὁ σ. τόπος the next place, Dion.Byz.35; Gramm., τὸ συναφές A.D.Conj.217.18: c. dat., constructed with, Id.Synt.157.20.

German (Pape)

[Seite 1005] ές, verbunden, zusammenhangend, D. Hal. rhet. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰφής: -ές, ἔχων συνάφειαν, συνηνωμένος, συνεχόμενος, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 26· κόλποι σ. ἀλλήλοις ὁ αὐτ. περὶ Κόσμ. 3, 8· τὰ ξυναφέα, τὰ συνεχόμενα, τὰ πλησίον ἀλλήλων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ― Ἐπίρρ. συναφῶς, ἕτερ’ ἄττα πολίσματα ἐπὶ τῷδε συναφῶς ἐχειρώσατο Νικήτ. Χρον. σ. 331Β.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις»)
2. φρ. α) «συναφή αδικήματα»
(νομ.) αδικήματα τα οποία διέπραξαν μετά από συμφωνία πολλοί μαζί ταυτόχρονα ή ακόμη και σε διαφορετικά χρονικά ή τοπικά σημεία με σκοπό να επιτευχθεί έτσι η όσο το δυνατόν πιο εύστοχη εκτέλεσή τους
β) «συναφείς δίκες»
(νομ.) δίκες τών συναφών αδικημάτων που επιβάλλουν την εκδίκασή τους από ένα δικαστήριο προκειμένου έτσι να εξασφαλιστεί η καλύτερη διεξαγωγή της ανάκρισης αλλά και ολόκληρης της διαδικασίας εκδίκασής τους
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με κάτι («τὸ συναφές» — το συντασσόμενο, Απολλ. Δύσκ.)
2. (για φάρμακα) αυτός του οποίου τα μόρια έχουν συνοχή μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς εκείνα που βρίσκονται σε ρευστή κατάσταση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συναφέα και ξυναφέα
α) όσα αλληλοσχετίζονται, όσα παρουσιάζουν αμοιβαία σχέση
β) όσα βρίσκονται πολύ κοντά το ένα με το άλλο
4. φρ. «συναφὴς τόπος» — αυτός που πρόσκειται, που βρίσκεται κοντά σε έναν άλλο (Διον. Βυζ.).
επίρρ...
συναφώς / συναφῶς ΝΜ
νεοελλ.
αναφορικά, σχετικά με κάτι
μσν.
επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αφής (< ἀφή), πρβλ. ἀν-αφής].

Russian (Dvoretsky)

συνᾰφής: соприкасающийся, смежный (κόλποι ἀλλήλοις συναφεῖς Arst.).