συνευνάζω

From LSJ
Revision as of 10:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευνάζω Medium diacritics: συνευνάζω Low diacritics: συνευνάζω Capitals: ΣΥΝΕΥΝΑΖΩ
Transliteration A: syneunázō Transliteration B: syneunazō Transliteration C: synevnazo Beta Code: suneuna/zw

English (LSJ)

A cause to lie with, τινά τινι Apollod.2.4.10, etc.:— Pass., lie with, Pi.P.4.254, S.OT982, Hp.Nat.Mul.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνευνάζω: κατακλίνω, βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ μετά τινος, συγκοιμίζω, τινά τινι Ἀπολλόδ. 2. 4, 10, κτλ. ― Παθ., συγκοιμῶμαι μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Πινδ. Π. 4. 452, Σοφ. Ο. Τ. 982.

English (Slater)

συνευνάζω pass.
   1 sleep together καὶ συνεύνασθεν (sc. the Argonauts and the Lemnian women) (P. 4.254)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. παντρεύω
2. μέσ. συνευνάζομαι
πλαγιάζω στο ίδιο κρεβάτι, έχω σαρκικές σχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εὐνάζω «κοιμάμαι»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ευνάζω, Att. ook ξυνευνάζω pass. naar bed gaan (met), slapen (met), met dat.. πολλοὶ... μητρὶ ξυνηυνάσθησαν velen hebben (in hun dromen) geslapen met hun moeder Soph. OT 982.