συντριαινόω

From LSJ
Revision as of 11:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρῐαινόω Medium diacritics: συντριαινόω Low diacritics: συντριαινόω Capitals: ΣΥΝΤΡΙΑΙΝΟΩ
Transliteration A: syntriainóō Transliteration B: syntriainoō Transliteration C: syntriainoo Beta Code: suntriaino/w

English (LSJ)

A shatter with a trident, Pl.Com.24: generally, shatter, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν E.HF946.

Greek (Liddell-Scott)

συντριαινόω: συνταράσσω διὰ τριαίνης, φέρω ἄνω κάτω, ταῦτα πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· καθόλου, συντρίβω, καταστρέφω, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
renverser d’un coup de trident, bouleverser.
Étymologie: σύν, τριαινόω.

Greek Monotonic

συντριαινόω: μέλ. -ώσω, συνταράζω, συγκλονίζω ή καταστρέφω με τρίαινα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συντριαινόω: досл. сокрушать трезубцем, перен. разрушать, ломать (πόλιν στρεπτῷ σιδήρῳ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τριαινόω geheel loswrikken.

Middle Liddell

fut. ώσω
to shatter as with a trident, Eur.