σύντεχνος

From LSJ
Revision as of 12:11, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντεχνος Medium diacritics: σύντεχνος Low diacritics: σύντεχνος Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: sýntechnos Transliteration B: syntechnos Transliteration C: syntechnos Beta Code: su/ntexnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A fellow-craftsman, Ar.Fr.183: c. gen., Id.Ra.763; Athena is the σύντεχνος of Hephaestus, Pl.Plt.274c:—as Adj. σύντεχνος, ον, πῦρ Ael.Fr.101.

German (Pape)

[Seite 1035] ὁ, ἡ, dieselbe Kunst mit ausübend, Kunstgenosse, Ar. Ran. 762; Plat. Polit. 274 c heißt Athene die σύντεχνος des Hephästus.

Greek (Liddell-Scott)

σύντεχνος: ὁ, ἡ, ὁμότεχνος, τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, σύντροφος ἐν τῇ τέχνη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ σύντροφοςσυνεργάτης τινός, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 763· ἡ Ἀθηνᾶ λέγεται σύντεχνος τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. σύντεχνος, η, ον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui exerce la même profession que, gén..
Étymologie: σύν, τέχνη.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. ομότεχνος
2. (γενικά) σύντροφος, συνεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ἔν-τεχνος].

Greek Monotonic

σύντεχνος: ὁ, ἡ (τέχνη), αυτός που εξασκεί την ίδια τέχνη με κάποιον άλλον, ομότεχνος κάποιου· με γεν., σύντροφος ή συνεργάτης κάποιου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σύντεχνος: ὁ и ἡ товарищ по мастерству Arph., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.

Middle Liddell

σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, τέχνη
practising the same art, c. gen. one's mate or fellow-workman, Ar.