σώρευμα

From LSJ
Revision as of 12:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σώρευμα Medium diacritics: σώρευμα Low diacritics: σώρευμα Capitals: ΣΩΡΕΥΜΑ
Transliteration A: sṓreuma Transliteration B: sōreuma Transliteration C: sorevma Beta Code: sw/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, A heap, pile, X Cyr.7.1.32, Eub.47.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, das Angehäufte, der Hause; Xen. Cyr. 7, 1, 32; Ath. XII, 540 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σώρευμα: τό, σωρός, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32, Εὔβουλος ἐν «Κατακολλωμένω» 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
amas, monceau.
Étymologie: σωρεύω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σωρεύω
μσν.
συσσώρευση, συγκέντρωση, συνάθροιση
αρχ.
σωρός, σωρεία («ὑπὸ τῶν παντοδαπῶν σωρευμάτων ἐξαλλομένων τῶν τροχῶν», Ξεν.).

Greek Monotonic

σώρευμα: -ατος, τό, σωρός, σωρεία, πληθώρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σώρευμα: ατος τό куча, груда Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σώρευμα -ατος, τό [σωρεύω] stapel, hoop.

Middle Liddell

σώρευμα, ατος, τό,
a heap, pile, Xen. [from σωρεύω