τικτικός

From LSJ
Revision as of 12:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τικτικός Medium diacritics: τικτικός Low diacritics: τικτικός Capitals: ΤΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tiktikós Transliteration B: tiktikos Transliteration C: tiktikos Beta Code: tiktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for childbirth, (sc. φάρμακον) a medicine used for women lying-in, Ar.Fr.872.

German (Pape)

[Seite 1113] zum Gebären gehörig, förderlich dabei; φάρμακον, Ar. bei Phot.; Poll. 4, 208.

Greek (Liddell-Scott)

τικτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. φάρμακον, «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον φάρμακον» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «ἐπίτεξ, ἐπίφορος καὶ ἐπίτοκος ἢ τικτικὸς» Πολυδ. Β΄, 7.

Greek Monolingual

και τεκτικός, -ή, -όν, Α τίκτω / τέκος
1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν
(ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους.

Russian (Dvoretsky)

τικτικός: разрешающий от бремени (φάρμακον Arph.).