τραγορίγανος

From LSJ
Revision as of 13:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγορίγᾰνος Medium diacritics: τραγορίγανος Low diacritics: τραγορίγανος Capitals: ΤΡΑΓΟΡΙΓΑΝΟΣ
Transliteration A: tragoríganos Transliteration B: tragoriganos Transliteration C: tragoriganos Beta Code: tragori/ganos

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, A goat's marjoram, Thymus Teucrioides, Nic. Al.310, Cels.5.11, Dsc.3.30, Gal.12.91: also neut. τραγορίγανον, Ps.-Dsc.3.30, Cels.3.21.7, Plin.HN20.176:—τρᾰγορῑγᾰνίτης [ῑτ] οἶνος wine A flavoured therewith, Dsc.5.45. II τ. πλατύφυλλος organy, Origanum heracleoticum, Id.3.30, Plin. HN20.177. 2 τ. λεπτόφυλλος rock savory, Micromeria Juliana, Dsc. l. c., Plin. l. c.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγορίγανος: [ῐ], ἡ, εἶδος ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· ὡσαύτως ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· ὡσαύτως οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17.

Greek Monolingual

η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Α
είδος του φυτού ορίγανο, η θύμβρα, κν. θρουμπί
αρχ.
φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» — είδος ρίγανης
β) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» — το θρουμπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον.