τρέφος
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
εος, τό, A = θρέμμα (v.l. βρέφος), S.Fr.154, cj. in E.Fr.996.
German (Pape)
[Seite 1137] τό, = θρέμμα, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d, wofür Eust. βρέφος hat.
Greek (Liddell-Scott)
τρέφος: -εος, τό, = θρέμμα, (μετὰ διαφόρ. γραφ. βρέφος), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν τρέφος Σοφ. Ἀποσπ. 166.
Greek Monolingual
-ους, τὸ, Α
θρέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ- του τρέφω, απ' όπου τα σύνθ. σε -τρεφής (πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ἁπαλο-τρεφής)].
Russian (Dvoretsky)
τρέφος: εος τό Soph. = θρέμμα.