τυμβήρης

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβήρης Medium diacritics: τυμβήρης Low diacritics: τυμβήρης Capitals: ΤΥΜΒΗΡΗΣ
Transliteration A: tymbḗrēs Transliteration B: tymbērēs Transliteration C: tymviris Beta Code: tumbh/rhs

English (LSJ)

ες, A entombed, buried, ib. 255. II grave-like, sepulchral, θάλαμος ib.947 (lyr.); ἕδρα Ar.Th. 889 ( = Trag.Adesp.65). (v. -ήρης.)

Greek (Liddell-Scott)

τυμβήρης: -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. ὅμοιος τύμβῳ, νεκρικός, θάλαμος αὐτόθι 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -ήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 enseveli;
2 sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, ΜΑ
ενταφιασμένος
αρχ.
όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. φρεν-ήρης)].

Greek Monotonic

τυμβήρης: -ες,
I. αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.
II. όμοιος με τάφο, νεκρικός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβήρης:
1) положенный в могилу, погребенный Soph.;
2) намогильный (ἕδρα Arph.);
3) служащий могилой (θάλαμος Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβήρης -ες [τύμβος] graf-:. ἐν τυμβήρῃ θαλάμῳ in een grafkamer Soph. Ant. 947.

Middle Liddell

τυμβ-ήρης, ες
I. entombed, Soph.
II. grave-like, sepulchral, Soph.

English (Woodhouse)

covered with a tomb

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)