φαλάκρωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A a becoming bald, baldness, Plu.2.652f(pl.), 919c, Aq., Sm.Mi.1.16, Alex.Aphr.Pr.1.2, Sor. ap. Gal.12.420 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1253] ἡ, das Kahlmachen, das Kahlwerden, Plut. Symp. 3, 5 g. E.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλάκρωσις: -εως, ἡ, τὸ εἶναι ἢ γίγνεσθαι φαλακρόν, Ἑβδ. (Λευ. ΚΑϳ, 5, κ. ἀλλ.), Πλούτ. 2. 652F, 919C, Γαλην. τ. 1, σ. 634, 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
calvitie.
Étymologie: φαλακρός.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλάκρωσις: εως ἡ облысение, плешивость Plut.