φιλάκρατος

From LSJ
Revision as of 13:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάκρᾱτος Medium diacritics: φιλάκρατος Low diacritics: φιλάκρατος Capitals: ΦΙΛΑΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: philákratos Transliteration B: philakratos Transliteration C: filakratos Beta Code: fila/kratos

English (LSJ)

Ion. φιλάκρ-ητος, ον, A fond of sheer wine, given to wine, of Anacreon, Simon.183.5; Διόνυσος AP6.169; also φ. ἕρπυλλος ib.4.1.53 (Mel.); ἁρμονίη ib.7.26 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1274] ion. φιλάκρητος, reinen, ungemischten Wein liebend, übh. dem Weine, dem Trunke ergeben; Διόνυσος Ep. ad. 130 (VI, 169); ἁρμονίη Antp. Sil. 74 (VII, 26); u. a. sp. D., wie Nonn. D. 29, 246.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάκρᾱτος: -ον, Ἰων. -ητος, ον, ὁ φιλῶν τὸν ἄκρατον οἶνον, δεδομένος εἰς ἀκρατοποσίαν, λεγόμενον περὶ τοῦ Ἀνακρέοντος ὑπὸ Σιμωνίδου (;) 179· Διόνυσος Ἀνθ. Π. 6. 169· ὡσαύτως, φ. ἕρπυλλον αὐτόθι 4. 1, 53· ἁρμονίη αὐτόθι 7. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le vin pur ; ivrogne.
Étymologie: φίλος, ἄκρατος.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φιλάκρητος, -ον, Α
1. αυτός που του αρέσει ο άκρατος οίνος, το ανόθευτο κρασί
2. (γενικά) οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄκρατος (ενν. οἶνος) «ανέρωτο κρασί»].

Greek Monotonic

φῐλάκρᾱτος: Ιων. -ητος, -ον, αυτός που αγαπά το ανόθευτο κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάκρᾱτος: ион. φιλάκρητος 2
1) любящий чистое вино, много пьющий (Διόνυσος Anth.);
2) связанный с вином (ἕρπυλλος Anth.) или с попойками (ἁρμονίη Anth.).

Middle Liddell

φῐλ-άκρᾱτος, ιονιξ -ητος, ον,
fond of sheer wine, Anth.