φλογόλευκος
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
ον, A flame-coloured mixed with white, Poll.7.129, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1292] feuerfarbig, mit weiß gemischt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φλογόλευκος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα φλογῶδες μεμιγμένον μετὰ λευκοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 127· «φλογόλευκον, ἐρυθρόλευκον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φλογόλευκος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα φλόγας η οποία αποκλίνει προς το λευκό
νεοελλ.
αυτός που έχει πυρακτωθεί ώσπου να πάρει λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + λευκός.