φιλόλουτρος

From LSJ
Revision as of 14:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόλουτρος Medium diacritics: φιλόλουτρος Low diacritics: φιλόλουτρος Capitals: ΦΙΛΟΛΟΥΤΡΟΣ
Transliteration A: philóloutros Transliteration B: philoloutros Transliteration C: filoloutros Beta Code: filo/loutros

English (LSJ)

ον, A fond of bathing, ib.66, Arist.HA605a12. 2 of an eye-salve, suitable for the bath, ἔστι δὲ φ., ὅθεν ἐγχρίσας κέλευε λούεσθαι Aët.7.102.

German (Pape)

[Seite 1282] das Bad, das Baden liebend, sich gern badend; Hippocr.; Arist. H. A. 8. 24; Ael. H. A. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόλουτρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ λουτρόν, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à se baigner.
Étymologie: φίλος, λουτρόν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να πλένεται
2. (για αλοιφή για τα μάτια) κατάλληλος για λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λουτρος (< λουτρόν)].

Russian (Dvoretsky)

φιλόλουτρος: любящий купаться Arst.