φράδμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = φραδής, Il.16.638, Orac. ap. Hdt.3.57, Orph.Fr.233.
German (Pape)
[Seite 1302] ονος, verständig, einsichtsvoll, listig, klug, Orac. bei Her. 3, 57; bes. womit bekannt, kundig, Il. 16, 638 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
φράδμων: -ον, γεν. ονος, συνετός. νοήμων, ὀξύς, ἔμπειρος, οὐδ’ ἄν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα δῖον ἔγνω, «ὁ δὲ λόγος· οὐδὲ ὁ πάνυ γνώριμός φησι καὶ συνήθης τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: φράζω.
English (Autenrieth)
ονος (φράζω): observing, Il. 16.638†.
Greek Monolingual
και φράσμων, -ον, Α
ευφυής, επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ- του φράζω (Ι) (πρβλ. φραδ-ή) + επίθημα -μων (πρβλ. νοή-μων)].
Greek Monotonic
φράδμων: -ον, γεν. -ονος, = φραδής, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
Russian (Dvoretsky)
φράδμων: 2, gen. ονος умный, находчивый (ἀνήρ Hom., Her.).