φρενόπληκτος

From LSJ
Revision as of 14:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενόπληκτος Medium diacritics: φρενόπληκτος Low diacritics: φρενόπληκτος Capitals: ΦΡΕΝΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: phrenóplēktos Transliteration B: phrenoplēktos Transliteration C: frenopliktos Beta Code: freno/plhktos

English (LSJ)

ον, A stricken in mind, frenzied, ib.1054(anap.).

German (Pape)

[Seite 1304] dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, bethört, Aesch. Prom. 1056.

Greek (Liddell-Scott)

φρενόπληκτος: -ον, (πλήσσω), ὁ τὰς φρένας πληγείς, παράφρων, Αἰσχύλ. Προμ. 1054.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’esprit frappé.
Étymologie: φρήν, πλήσσω.

Greek Monolingual

-η, -ο / φρενόπληκτος, -ον, ΝΑ
φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος, σιδηρό-πληκτος].

Greek Monotonic

φρενόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που πάσχει στο μυαλό, μανιακός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φρενόπληκτος: пораженный безумием Aesch.

Middle Liddell

φρενό-πληκτος, ον, πλήσσω
stricken in mind, frenzy-stricken, Aesch.