φυκογείτων

From LSJ
Revision as of 14:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκογείτων Medium diacritics: φυκογείτων Low diacritics: φυκογείτων Capitals: ΦΥΚΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: phykogeítōn Transliteration B: phykogeitōn Transliteration C: fykogeiton Beta Code: fukogei/twn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, A near the seaweed, dwelling by the sea, epith. of Priapus, AP6.193 (Flacc.).

German (Pape)

[Seite 1313] ονος, dem Meertang nahe, am Meere wohnend, lebend; Statil. FIacc. 4 (VI, 193) nennt den Priapus so.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
voisin des algues, qui habite près des algues, près de la mer.
Étymologie: φῦκος, γείτων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμο-γείτων)].

Greek Monotonic

φῡκογείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται κοντά στα φύκια, αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φῡκογείτων: ονος ὁ житель берегов, богатых водорослями Anth.

Middle Liddell

φῡκο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,
near the sea-weed, dwelling by the sea, Anth.